πολιτειοκρατικός

πολιτειοκρατικός
-ή, -ό, Ν [πολιτειοκρατία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολιτειοκρατία
2. (για πρόσ.) αυτός που τάσσεται φανερά υπέρ τής πολιτειοκρατίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”